Anna Maria Tsakali | ||||
|
||||
|
|
EXPOSITION OUVERTE DU 14 SEPTEMBRE AU 1ER DÉCEMBRE 2013 H
νύμφη «Φυτώ»
|
|||||||
Téléchargez l'article de presse sur Anna Maria Tsakali Infini Végétal Téléchargez l'article de l'exposition au "musée Lambinet" de Versailles |
Πότε αλήθεια ήταν η τελευταία φορά που είδαμε στη ζωγραφική ένα ανθοδοχείο με ολόδροσα λουλούδια, έναν ανθισμένο φράχτη, ένα παρτέρι, ένα μπουκετάκι μενεξέδες στο στήθος μιας γυναίκας; Από τότε που δημιουργήθηκε η ανθογραφία ως ιδιαίτερο είδος στην αρχή του Μπαρόκ, τον 17ον αιώνα, έμφορτη από συμβολικές και μεταφυσικές παραδηλώσεις, το είδος δεν έπαψε να θεραπεύεται, άλλοτε ως κύριο και άλλοτε ως συνοδευτικό θέμα. Οι τελευταίοι καλλιτέχνες που το υπηρέτησαν με πρόδηλο πάθος ήταν οι γάλλοι ρεαλιστές, ιδιαίτερα ο Courbet, που έχει ζωγραφίσει μπουκέτα και βραγιές με αισθησιασμό που ερεθίζει όχι μόνο την όραση αλλά και την όσφρηση και την αφή. Ο Manet, πριν ενδώσει απόλυτα στον Ιμπρεσιονισμό, ζωγραφίζει φυτά και άνθη μ’ ένα μετέωρο βλέμμα ανάμεσα στο οπτικό ερέθισμα, στην ταυτότητα του μοτίβου, και στη μέθη της ζωγραφικής. Αυτή η μάγισσα, η μέθη της ζωγραφικής θα συμπαρασύρει στην ορμή της την ταυτότητα των πραγμάτων, την ταυτότητα του ορατού κόσμου. Αυτός ο κόσμος, «ο μικρός, ο μέγας», του Οδυσσέα Ελύτη, ο κόσμος της «Γένεσης», ο κόσμος της Εδέμ, που ο Δημιουργός κάλεσε τον Αδάμ να του δώσει ονόματα, γιατί μονάχα με την ονοματοθεσία θα μπορούσε να τον οδηγήσει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, επέστρεψε τελικά στην ανωνυμία. Έγινε «εντύπωση»(«impression»). Ο τίτλος που δόθηκε με ιλαρή διάθεση στο ομώνυμο κίνημα από τον κριτικό Louis Leroy ήταν προφητικά εύστοχος. Ο κόσμος, η φύση, τα δέντρα, τα φυτά, τα άνθη, ακόμη και οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε ζωγραφικές εντυπώσεις. Τα χρώματα, που κάποτε έφεραν το όνομα φυτών, λουλουδιών, ορυκτών, απέκτησαν ονόματα αφηρημένα, αντλημένα από τη χημική τους σύσταση. Άλλωστε, αυτή την εποχή τα χρώματα τυποποιούνται βιομηχανικά και φυλακίζονται σε σωληνάρια. Και οι Νυμφαίες του Μοnet; θα αντιλογήσετε δικαιολογημένα. Οι Νυμφαίες αντλούν την μαγγανεία τους απ’ αυτό τον μετεωρισμό ανάμεσα στο πραγματικό, το φανταστικό και το ζωγραφικό. Διατηρούν την ταυτότητά τους, την υγρασία, τη στίλβη και την απαλή υφή τους ως εντύπωση, ως οφθαλμαπάτη, διακηρύσσοντας ωστόσο τον θρίαμβο του χρωστήρα, της χειρονομίας, της ύλης, της υφής, της χροιάς, του χρώματος. Ποτέ άλλοτε παράδοση και μοντερνισμός, παλιό και νέο βλέμμα, αθώο και νοθευμένο από την αμαρτία της νέας εποχής δεν έσμιξαν τόσο αρμονικά. Για να πετύχει αυτή τη σύζευξη, ο Monet δημιούργησε τον δικό του παράδεισο, τη δική του Εδέμ, τον κήπο του Giverny.Έγινε πρώτα κηπουρός και έπειτα ζωγράφος του κήπου του, όπως παρατήρησε εύστοχα ένας κριτικός. |
||||||
Σε ποιο σταθμό αυτής της διαδρομής μπορούμε να τοποθετήσουμε τους οργιαστικούς κήπους της Άννας Μαρίας Τσακάλη; Τους ονόμασα οργιαστικούς όχι τυχαία. Αυτό το βλέμμα που βυθίζεται με αβυσσαλέα δίψα, σαν έντομο, μέσα στους κάλυκες των λουλουδιών, μες στα πυκνά φυλλώματα παραμονεύοντας τους μυστικούς ήχους των «ζωηφόρων χυμών» τους, δεν είναι το αθώο βλέμμα ενός ρεαλιστή ανθογράφου. Φυτά και άνθη ξαναβρίσκουν τη χαμένη ταυτότητά τους, τη ζωτική τους ορμή, την εφήμερη δόξα τους, κάτω από ένα χρωστήρα που λειτουργεί σαν την σκαπάνη του αρχαιολόγου. Ανασύρει από τη λήθη ένα κομμάτι λησμονημένης ομορφιάς. Η Άννα Μαρία υπήρξε μαθήτρια στη Beaux-Art του Παρισιού του αείμνηστου Leonardo Cremonini, ενός από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος. Ενός βλέμματος που ο δάσκαλος το ήθελε στοχαστικό και όχι «αθώο»· ενός βλέμματος ασκημένου να ανακαλύπτει μέσα στο οικείο το ανοίκειο, μέσα στο τυχαίο, ακόμη και μέσα στο άσκημο, αυτό που ονόμαζε «ίλιγγο του ορατού». Αυτό τον «ίλιγγο του ορατού» («le vertige du visible») προέτρεπε τους μαθητές του να αναζητούν, να ανακαλύπτουν, να βιώνουν και να μεταμορφώνουν σε ίλιγγο της ζωγραφικής. Χειρονομία, γραφή, ύλη, χρώμα, υφή, τεχνικές και τεχνάσματα ήταν θεμιτά και επιθυμητά μέσα για να αιχμαλωτίσει ο ζωγράφος αυτό τον «ίλιγγο» στον καμβά και για να μπορέσει να τον μετακενώσει σαν ιερή μετάληψη και στους μελλοντικούς αποδέκτες του έργου του. Το ρίγος και το μήνυμα όφειλαν να ενσωματώνονται στη ζωγραφική πράξη. Να μη χρειάζονται εξηγητές και μεσολαβητές. Ίσως λοιπόν να περισσεύει ο δικός μας λόγος. Άλλωστε, ή ίδια η ζωγράφος μας έχει δώσει με τα λακωνικά της σχόλια, που αποκαλύπτουν μια θαθιά αυτογνωσία, το νήμα της Αριάδνης για να διεισδύσουμε στον λαβύρινθο του έργου της. Η λέξη «λαβύρινθος» (labyrinthes végetaux) έχει επιλεγεί ως τίτλος σε μια από τις τελευταίες της εκθέσεις. Η Άννα Μαρία αναζήτησε την ομορφιά, όπως λέει η ίδια, στον φυτικό παράδεισο, ύστερα από μακρά περιπλάνηση στις ρημαγμένες πολιτείες (les cités dévastées) του σύγχρονου κόσμου. Τις εξερεύνησε απ’ έξω και από μέσα. Το τσιμεντένιο, απρόσωπο αστικό τοπίο και τα άχαρα διαμερίσματα, όπου λείψανα ζωής μαρτυρούσαν το πέρασμα φτωχών προσωρινών ενοίκων, που βίωναν μια διαρκή μετανάστευση. Η «εισβολή» του φυτικού βασιλείου στη ζωγραφική της Άννας Μαρίας θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως λυτρωτική απόδραση από το αίσθημα μοναξιάς και ερήμωσης που απέπνεε η προηγούμενη ζωγραφική της. Υπάρχει όμως ένας επίγειος παράδεισος, απαλλαγμένος από το βάρος όχι του προπατορικού αμαρτήματος αλλά από τα αλλεπάλληλα εγκλήματα που έχουμε διαπράξει υπονομεύοντας ακόμη και την ύπαρξή του; Ο παράδεισος που αναζητεί με τόσο πάθος η Άννα Μαρία φέρει τα στίγματα του μαρτυρίου που του έχουμε επιβάλει. Η καλλιτέχνις, άλλοτε τα καταγγέλλει, άλλοτε προσπαθεί και καταφέρνει να τα αποκρύψει. Τα λουλούδια που φυτρώνουν σε παρτέρια, τριγυρισμένα από τσιμεντένια μεγαθήρια, λείψανα της προηγούμενης ζωγραφικής της, τα αιχμάλωτα άνθη μέσα σε άχαρες βιτρίνες ανθοπωλείων, «λουλούδια στην εντατική» τα χαρακτήρισε εύστοχα η ίδια, αποτελούν μια εύγλωττη μεταφορά του βιασμού που υφίσταται σήμερα η φύση. Η ζωγράφος εναντιώνεται σ’ αυτό τον βιασμό. Θέλει, επιζητεί παράφορα να ξαναβρεί τη ζωτικότητα, τη ζωτική ορμή που κρύβουν τα φυτά, τη μυστική κυκλοφορία των χυμών τους σε ρίζες και βλαστούς, την έκρηξη της ανθοφορίας τους, τα βεγγαλικά των χρωμάτων τους, και να τα αποθέσει πάνω στον καμβά, που λειτουργεί ως τράπεζα προσφορών, δωρεά και βάλσαμο για το διψασμένο βλέμμα του θεατή, καταδικασμένο σε ατροφία από την δυναστεία της ασκήμιας του σύγχρονου πολιτισμού. Συχνά βυθίζει το βλέμμα της και παρασύρει και το δικό μας σ’ ένα λαβύρινθο από φυλλώματα με αμφίσημη παραδήλωση: λυτρωτικό καταφύγιο σ’ ένα παράδεισο δροσιάς και ίλιγγος ερημιάς, αποξένωσης και αδιεξόδου που σημαίνει κάθε λαβύρινθος, από την άμμο της ερήμου, ως τα αραβουργήματα και ως τα φυλλώματα της ζωγράφου, όπου μπορούμε να χαθούμε χωρίς νήμα της Αριάδνης. Για να μεταστοιχειώσει ζωγραφικά αυτή τη στοχαστική προσέγγιση της Φύσης, για να αιχμαλωτίσει αυτή την έμψυχη νύμφη, την «Φυτώ», για να θυμηθούμε τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, για να μεταδώσει το δραματικό στοιχείο που κρύβει η εφήμερη ομορφιά της, η Άννα Μαρία Τσακάλη έχει αναπτύξει μια σύνθετη τεχνική, που την περιγράφει η ίδια με σπάνια αυτογνωστική «διαύγεια». Το «τυχαίο και η φαντασίωση» πρωταγωνιστούν στα πρώτα στάδια της ποιητικής της. Τα σχήματα που αναδύονται από τα παιχνίδια του υλικού – που είναι συνήθως νερόχρωμα, στερεωμένο στη συνέχεια με κόλλα- θα τις χρησιμεύσουν σαν παραισθησιογόνα για να προχωρήσει στις πιο συγκεκριμένες «εικόνες» φυτών και λουλουδιών. Φυσική παρατήρηση, φαντασία και υλική πραγμάτωση βρίσκονται σε διαρκή διαλεκτική. Εδώ το υλικό είναι πλέον το λάδι, που της επιτρέπει με λαζούρες, αραίωση και πύκνωση να δώσει τη βελούδινη, μεταξένια, διάφανη ή στίλβουσα υφή ανθέων και φυλλωμάτων. Η παρατήρηση, η προσοχή που δίνει σε κάθε λεπτομέρεια επιτρέπουν στη ζωγράφο να διατηρήσει την ταυτότητα των μοντέλων της, ακόμη και στις υπέροχες μονοχρωμίες, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτός από το παιχνίδι του σκιοφωτισμού, έχει η «υφή», η απτική αίσθηση. Η επιστροφή στη φύση που σημειώνει η ζωγραφική της Άννας Μαρίας, η έστω και τραυματισμένη και τραυματική ομορφιά της, μπορεί πράγματι να «σώσει τον κόσμο»; Ασφαλώς όχι. Αποτελεί όμως έναν ελπιδοφόρο αντίλογο στην παντοδύναμη κυριαρχία της ασκήμιας που έχει κατακλύσει τον σύγχρονο κόσμο και τον συμβολικό του αντικατοπτρισμό στην τέχνη.
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα |