Πρόσωπα του πολέμου /
Tο
Πρόσωπο του Πολέμου
Την Έκθεση Πρόσωπα του πολέμου που εγκαινιάζουμε
σήμερα έχει οργανώσει η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και
Επικοινωνίας, Δημόσια Υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο
Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Η
Υπηρεσία διαθέτει Εντυπο αρχείο Εφημερίδων (από το 1902 και
μετά) από το οποίο έχει οργανώσει πρόσφατα την έκθεση
Τα Μέσα αγιάζουν τον σκοπό. Προπαγάνδα και ενημέρωση κατά
την περίοδο της Κατοχής,
και Αρχείο φωτογραφικού υλικού στο οποίο βασίζεται
αποκλειστικά η Έκθεση αυτή και την οποία έχει επιμεληθεί ο
κύριος Στέλιος Κυμιωνής.
Οι επιλεγμένες από το συγκεκριμένο Αρχείο φωτογραφίες
παρουσιάζονται σε πέντε ενότητες. Ο Πόλεμος, η Ελλάδα υπό
κατοχή, η Αντίσταση, οι συνέπειες του Πολέμου, η
Απελευθέρωση.
Οι φωτογραφίες συνοδεύονται από έναν πλούσιο σχολιασμό. Οι
λεζάντες μπορούν να διαβαστούν ως μια συνεχής ιστορική
αφήγηση. Η Έκθεση επομένως αποτελεί μια συνθετική μαρτυρία
που υπερβαίνει τη μαρτυρία της κάθε φωτογραφίας που
περιέχει.
Αλλά πρώτα από όλα, ας σταθούμε στον τίτλο, Πρόσωπα του
Πολέμου. Οπως θα είδατε ή θα δείτε, οι περισσότερες
φωτογραφίες είναι φωτογραφίες ανθρώπων απλών, άγνωστων
σημαδεμένων από τον πόλεμο : στρατιώτες, παιδιά, γυναίκες,
άντρες που οδηγούνται στο απόσπασμα. Η φωτογραφία αποτυπώνει
στο πρόσωπο τον πόνο, την αντίσταση, τον αγώνα, όλο το
συγκινησιακό απόθεμα που αποτελεί παρακαταθήκη των Ελλήνων
από εκείνη την εποχή. Η φωτογραφία δεν απευθύνεται μόνο στο
μυαλό. Μιλά μια διεθνή γλώσσα που είναι η γλώσσα της
καρδιάς, γλώσσα του συναισθήματος, του πόνου, που παντού
εκφράζονται με τις ίδιες εκφράσεις και τις ίδιες κινήσεις*.
Μιλά στη ψυχή, είναι επομένως το καλύτερο μέσον για να
δείξει το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου. Ετσι η έκθεση αυτή
που τιτλοφορείται Πρόσωπα του πολέμου θα μπορούσε να
έχει και ως τίτλο Το Πρόσωπο του Πολέμου.
Για να μπορέσουμε ομως να εκτιμήσουμε την Έκθεση θα πρέπει
να φύγουμε από τη σημερινή εποχή του εθισμού και της
αδιαφορίας μπροστά και στις πιο φρικτές εικόνες, θα πρέπει
να πάμε πίσω στα 1940. Επιπλέον για να αξιολογήσουμε την
Έκθεση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η φωτογραφία μπορεί
να είναι ένα ιστορικό τεκμήριο, να καταθέτει δηλαδή τη
μνήμη, παραμένει όμως πάντα υποκειμενική. Ο φωτογράφος, για
να φωτογραφήσει, πρέπει να εστιάσει και εστιάζω σημαίνει
επιλέγω, άρα αποκλείω. Ετσι λοιπόν φτάνουμε στο ερώτημα.
Ποιός είναι πίσω από το φακό ;
Ποιοί είναι οι φωτογράφοι της έκθεσης ;
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η φωτογραφία,
αποδείχτηκε ως ένα από τα καλύτερα μέσα καταγγελίας και
εξελίχτηκε σε ένα πραγματικό όπλο εναντίον της γερμανικής
προπαγάνδας. Οι Γερμανοί φωτογράφοι, της
Propaganda Kompanien,
P.K.,
εκπαιδευμένοι στην Σχολή του Πόστδαμ, δραστηριοποιούνταν σε
όλα τα μέτωπα, με όπλο τη Λάικα και τέσερεις ή πέντε φακούς.
Από πολύ νωρίς, πρίν ακόμη οργανωθούν οι αγγλικές υπηρεσίες,
τα γερμανικά περιοδικά είχαν κατακλύσει τον κόσμο με τις
φωτογραφίες τους. Η γερμανική λογοκρισία επέτρεπε μόνον
φωτογραφίες που μαρτυρούσαν το υψηλό φρόνημα του στρατού των
Ναζί και την υπεροχή των Γερμανών στις κατακτημένες χώρες.
Ομως, παρά τις απαγορεύσεις, οι φωτογράφοι αυτοί θα
επιδοθούν σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ τους και θα
ξεπεράσουν τους στόχους που τους είχαν ανατεθεί, δηλαδή την
απόκρυψη της φρίκης του πολέμου και θα πραγματοποιήσουν
τρομακτικά φωτογραφικά ρεπορτάζ.
Την ίδια εποχή, για τους φωτογράφους και πολεμικούς
ανταποκριτές που θέλουν να καταγγείλουν τον πόλεμο, η
φωτογραφική μηχανή γίνεται το μοναδικό όπλο και η μοναδική
προστασία τους. Μία από τις πρώτες φωτογράφους του Αουσβιτς
περιγράφει τη μηχανή της ως ενα λεπτότατο φράγμα ανάμεσα σε
εκείνην και στον αποτροπιασμό*. Και ο
Tim Page θα
πεί :
Η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα φίλτρο ενάντια στην
παραφροσύνη του πολέμου και το μοναδικό μέσον για να κάνω το
πορτραίτο της.
Δηλαδή, μερικές από τις φωτογραφίες που βλέπουμε εδώ τις
οφείλουμε στους Γερμανούς αξιωματικούς φωτογράφους. Τελικά,
η τεκμηρίωση της γερμανικής υπεροχής στους κατεχόμενους
λαούς και η απόκρυψη των φρικαλεοτήτων του πολέμου
αποδείχτηκαν στόχοι αντιφατικοί. Ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο
του πολέμου έχουμε ένα σύνολο φωτογραφιών που αποτελούν
εξαιρετικές μαρτυρίες της γερμανικής υπεροχής, δηλαδή της
βαρβαρότητας των Ναζί. (Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να
ερμηνευτεί το φωτογραφικό ρεπορτάζ της εκτέλεσης των ανδρών
στο Κοντομαρί της Κρήτης στις 2 Ιουνίου 1941 από τον Γερμανό
φωτογράφο που συνοδεύει το απόσπασμα. Πρόκειται για την
πρώτη εκτέλεση αμάχων πανευρωπαϊκά. Αυτό εξηγεί και την
πληθώρα εικόνων. Μετά θα γίνουν ίσως πιό προσεκτικοί).
Πέρα από αυτό, ο απλός Γερμανός στρατιώτης είναι γενικά ένας
πολύ παραγωγικός ερασιτέχνης φωτογράφος. Οι περισσότεροι
έχουν φωτογραφικές μηχανές, φωτογραφίζουν συνέχεια και τα
πάντα (δείτε εδώ τη φωτογραφία Γερμανών στο Λευκό Πύργο. Σε
φωτογραφία που ανακαλύφτηκε πρόσφατα, Γερμανού φωτογράφου, ο
οποίος απαθανατίζει το ολοκαύτωμα της Καντάνου στις 3
Ιουνίου 1941, βλέπουμε Γερμανούς στρατιώτες να φωτογραφίζουν
την πυρπόληση των σπιτιών). Αυτό βέβαια σημαίνει ότι
υπάρχουν ακόμη πολλές αδημοσίευτες φωτογραφίες, μαρτυρίες
για τα εγκλήματα των Ναζί στην Ελλάδα.
Απέναντι στη γερμανική φωτογραφία, η φωτογραφία της
αντίστασης, όπως πολύ σωστά το επισημαίνει εδώ η λεζάντα
Το Μαύρο Λεύκωμα της Κατοχής :
« Παρά
την απαγόρευση φωτογράφησης, όταν η πείνα έπληξε την
πρωτεύουσα, η ελληνίδα φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου,
επισκέπτεται τα νοσοκομεία και αποτυπώνει συγκλονιστικές
μορφές των αποσκελετωμένων παιδιών και των ενηλίκων που
λιμοκτονούν. Με τις φωτογραφίες αυτές, η Β. Παπαϊωάννου
συνέθεσε ένα χειροποίητο λεύκωμα χωρίς λεζάντες το λεγόμενο
Μαύρο Λεύκωμα, με σκοπό να γνωστοποιήσει στη διεθνή
κοινή γνώμη το έγκλημα που επιτελέστηκε το χειμώνα του 41-42
στην Αθήνα ».
Η Έκθεση λοιπον παρουσιάζει φωτογραφίες και από τις δύο
μεριές και αποτελεί μια σωστή πρόταση για τη χρήση του
τεκμηρίου αυτού στην συνολική αναλυτική διερεύνηση του
φαινομένου του πολέμου.
Είπαμε όμως ότι με την ιστορική αφήγηση που μπορούμε να
ανασυνθέσουμε από τις λεζάντες, η Έκθεση είναι ένα ιστορικό
ντοκουμέντο, επομένως φορέας ενός μηνύματος. Στο βαθμό
μάλιστα που έχει οργανωθεί από μια κρατική υπηρεσία,
εντάσσεται στο χώρο της δημόσιας ιστορίας, εφάπτεται της
πολιτικής και απηχεί την εξέλιξη της ελληνικής ιστορικής
έρευνας για την περίοδο από την Κατοχή στην Απελευθέρωση,
δηλαδή για μια περίοδο που αποτελεί το σημείο εμπλοκής της
ελληνικής ιστοριογραφίας, της ελληνικής πολιτικής και της
τραυματισμένης ελληνικής μνήμης.
Μέχρι το 1974, οι περισσότερες από τις ελληνικές ιστορικές
μελέτες που έχουμε, δεν είναι γραμμένες από ιστορικούς, αλλά
από ανθρώπους που είχαν βιώσει τον πόλεμο, βασισμένες στην
εμπειρία και στη μνήμη και με διαφορετικές εκδοχές για το
ίδιο γεγονός. Η ανάλυση της Αντίστασης και της Κατοχής
καθοριζόταν από την γνώση του τί συνέβη μετά. Αυτό δηλαδή
που συνέβη στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση, με τα
Δεκεμβριανά το 1944, την τρομοκρατία της εποχής 44-47, και
κυρίως τον Εμφύλιο που ακολούθησε το 47-49, ήταν ο φακός
μέσα από τον οποίο εξεταζόταν η περίοδος από την Κατοχή στην
Απελευθέρωση.
Μετά την πτώση της δικτατορίας η ιδεολογική άποψη που
ίσχυσε, ανακαλούσε ως ενωτικό στοιχείο του Ελληνικού λαού
τις προσπάθειες της αντίστασης κατά των Ναζί. Η πολιτική
αυτή στάση κατέληξε στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης
το 1981 και στην καθιέρωση της εορτής της 25 Νοεμβρίου,
επετείου ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου από τον
ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Η άποψη αυτή έδινε έμφαση στον
πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στερούσε από την Αντίσταση την
επαναστατική και πολιτική της διάσταση.
Από την δεκαετία του 1990
άρχισε μια συστηματική έρευνα με βάση αρχειακές μαρτυρίες,
που επικεντρώθηκε από τη μια μεριά στις αρνητικές συνέπειες
της ανάμειξης της Αγγλίας και των ΗΠΑ στην ελληνική πολιτική
για τη σταθεροποίηση των γεωπολιτικών τους συμφερόντων στην
Ανατολική Μεσόγειο, στη δεκαετία του 40 και στη διάρκεια του
Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στη μελέτη των κοινωνικών
διαστάσεων της Κατοχής, φαινομένων δηλαδή όπως ο
δοσιλογισμός και η Μαύρη Αγορά. Πέρα από τις ελληνικές
ιδιαιτερότητες οι οποίες και φυσικά πρέπει να εκτιμηθούν, η
Αντίσταση, η Συνεργασία με τον Κατακτητή, τα Αντίποινα, η
απέλαση και ο αφανισμός των Ελλήνων Εβραίων είναι φαινόμενα
των οποίων η μελέτη πρέπει να γίνει μέσα από μια διεθνή
προοπτική. Η διάδοση του πολέμου στην Ευρώπη, στην Αφρική,
την Ασία ήταν ενα μοναδικό αλλά και ενωτικό φαινόμενο. Ο
πόλεμος ήταν ενα δομικό γεγονός που επαναπροσδιόρισε με
βίαιο τρόπο τις συλλογικότητες, τις κοινωνικές σχέσεις, τους
θεσμούς, τις ιδέες και τις πρακτικές**.
Στην ελληνική κοινωνία της Κατοχής διευρύνονται τα κοινωνικά
ρήγματα που είχαν ήδη εμφανιστεί από πριν. Οι Γερμανοί, με
τη μέθοδο που εφάρμοσαν και σε άλλες χώρες, και στη Ελλάδα
προσεταιρίστηκαν τα στοιχεία εκείνα που ήταν κοντά στην
φασιστική τους ιδεολογία και όπως το έκαναν και αλλού,
ενέτειναν τον διχασμό της κοινωνίας. Ο Τσολάκογλου, οι
συνεργάτες των Γερμανών, οι μαυραγορίτες, τα τάγματα
ασφαλείας είναι πραγματικότητες που δεν μπορούμε να
αρνηθούμε. Οπως ήταν φυσικό και όπως έγινε και παντού, η
αντίσταση κατά των Γερμανών πήρε και τη μορφή αντίστασης
κατά των συνεργατών τους. Μετά την απελευθέρωση πολλά από τα
στοιχεία αυτά παρέμειναν ατιμώρητα, πράγμα το οποίο ενέτεινε
το καθεστώς της ακυβερνησίας και οδήγησε την ελληνική
κοινωνία σε ακόμη μεγαλύτερη πόλωση.
Αν συνοψίζαμε τα κείμενα που σχολιάζουν τις φωτογραφίες, το
μήνυμα, που μεταφέρει στο ταξίδι της η Έκθεση, μπορεί να
διατυπωθεί επιγραμματικά ως
εξής :
α) Τακτικός πόλεμος 220 ημερών με 14000 νεκρούς
στρατιώτες, πόλεμος ο οποίος καθυστέρησε τους Γερμανούς στο
Ανατολικό Μέτωπο, και απέδειξε εκείνη τη στιγμή ότι η
αντίσταση στις δυνάμεις του Αξονα ήταν δυνατή.
β) Με τεράστιες ανθρώπινες απώλειες, το 10 °/° του ελληνικού
πληθυσμου, πάνω από 750 000 θύματα και τον αφανισμό των
Ελλήνων Εβραίων, η Ελλάδα είναι συγκριτικά η χώρα με τις
μεγαλύτερες δημογραφικές απώλειες στην Ευρώπη.
γ) Οι ναζιστικές βιαιότητες, ως αντίποινα κατά της
αντίστασης του Ελληνικού λαού, είναι τελικά τα σημαντικότερα
τεκμήρια για την έναρξη της Αντίστασης αμέσως μετά την
συνθηκολόγηση και για την καθολικότητα του φαινομένου σε όλη
την ελληνική επικράτεια.
Με την ανάδειξη των βασικών χαρακτηριστικών της περιόδου από
την Κατοχή στην Απελευθέρωση και την κυκλοφορία των
φωτογραφιών αυτών ανά τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η
Έκθεση συμβάλλει στην αναγνώριση της Ελληνικής Αντίστασης
στο πλαίσιο της Διεθνούς Αντίστασης, διευκολύνει δηλαδή την
ανάλυση του φαινομένου από διεθνή οπτική.
Έχει επιπλέον το προτέρημα να παρουσιάζει την εποχή της
Κατοχής και την Αντίσταση μέσα από σύγχρονες των γεγονότων
μαρτυρίες, μαρτυρίες που δεν έχουν εμποτιστεί από το
υστερόχρονο, δεν ενέχονται ερμηνειών εκ των υστέρων.
Πάνω από όλα όμως, η Έκθεση που αναδεικνύει τον ιδιαίτερο
ρόλο τη φωτογραφίας ως μαρτυρίας για την εποχή εκείνη, είναι
αντίδοτο κατά της λήθης, της άγνοιας, της αμνησίας.
Τεκμηριώνει το μαρτύριο ενός λαού, υπερβαίνει όμως τη μνεία
της θηριωδίας του πολέμου και ανακαλεί το θαύμα της
επιβίωσης*.
*Susan Sontag, Devant la douleur des autres,
Christian Bourgois, Paris 2003.
**Polymeris Voglis and Ioannis Nioutsikos, « The Greek
Historiography of the 1940’s. A Reassessment »,
Südosteuropa 65 (2017), n° 2, pp. 316-333.
Νίκη Παπαηλιάκη
Ιστορικός
Γενική Γραμματέας Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού και
Περιχώρων
Νίκη Παπαηλιάκη
|